- ακρητόχολος
- ἀκρητόχολος, -ον (Α)(για τον πυρετό) αυτός που συνοδεύεται από εμετό με χολή.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκρατος + χολή].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀκρητόχολον — ἀκρητόχολος accompanied by bilious vomiting masc/fem acc sg ἀκρητόχολος accompanied by bilious vomiting neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρητοχόλους — ἀκρητόχολος accompanied by bilious vomiting masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρητοχόλων — ἀκρητόχολος accompanied by bilious vomiting masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρητοχόλῳ — ἀκρητόχολος accompanied by bilious vomiting masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρητόχολοι — ἀκρητόχολος accompanied by bilious vomiting masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χολή — Προϊόν της έκκρισης του ήπατος, που προορίζεται να διευκολύνει τη λειτουργία της πέψης, στο έντερο. Σχηματίζεται κατά μεγάλο μέρος στα ηπατικά κύτταρα και, διαμέσου των χοληφόρων τριχοειδών, που βρίσκονται στο ηπατικό λοβίο, περνά τους χοληφόρους … Dictionary of Greek